- παίξιμο
- jeu
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
παίξιμο — το 1. το να παίζει κανείς 2. ενασχόληση με τυχερά παιχνίδια 3. η εκτέλεση μουσικού κομματιού 4. παράσταση έργου από θίασο 5. ερμηνεία ρόλου από ηθοποιό 6. ενασχόληση με ομαδικό άθλημα 7. ελαφριά κίνηση («το παίξιμο τού ματιού»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ.… … Dictionary of Greek
παίξιμο — το το να παίζει κανείς παιχνίδι, ο τρόπος του παιχνιδιού: Δεν είναι παίξιμο αυτό που κάνεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κιθάρισις — κιθάρισις, ἡ (Α) [κιθαρίζω] 1. κιθάρισμα, το παίξιμο τής κιθάρας («ἐπιμελεῑσθαι εὐκοσμίας τῶν παίδων ἢ γραμμάτων τε καί κιθαρίσεως», Πλάτ.) 2. φρ. «ψιλή κιθάρισις» το παίξιμο τής κιθάρας χωρίς άσμα, χωρίς ωδή … Dictionary of Greek
κρουματικός — κρουματικός, ή, όν (Α) [κρούμα] 1. αυτός που έχει σχέση με το παίξιμο κάποιου έγχορδου οργάνου 2. φρ. α) «διάλεκτος κρουματική» η έκφραση ή το ύφος που διαφαίνεται στο παίξιμο ενός έγχορδου οργάνου β) «λέξεις κρουματικαί» ο ήχος έγχορδου οργάνου… … Dictionary of Greek
ψαλτικός — ή, ό / ψαλτικός, ή, όν, ΝΑ [ψάλλω] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψάλτη ή στο ψάλσιμο 2. (για ωδές, κείμενα, τροπάρια) αυτός που ψάλλεται, σε αντιδιαστολή προς εκείνον που αναγιγνώσκεται 3. το θηλ. ως ουσ. η ψαλτική η τέχνη τού… … Dictionary of Greek
ένδοση — η (AM ἔνδοσις) υποχώρηση αρχ. 1. (για αρρώστια) ελάττωση, ύφεση 2. χαλάρωση («ἐνδόσει τινὶ τόνου», Πλούτ.) 3. υποχώρηση, καθίζηση («στερεὰν γὰρ οὖσαν, παλαιουμένην οὐκ εἰς τὸ κάτω τὴν ἔνδοσιν λαμβάνειν», Στράβ.) 4. αποχώρηση, υποχώρηση στρατού 5 … Dictionary of Greek
αναξιφόρμιγξ — ἀναξιφόρμιγξ ( ιγγος), ο, η (Α) (για ύμνους) αυτός που κατευθύνει το παίξιμο τής φόρμιγγος, τής λύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄναξ + φόρμιγξ] … Dictionary of Greek
αυλητικός — αὐλητικός, ή, όν (Α) [αυλητής] 1. ο κατάλληλος να εκτελεστεί με αυλό 2. ο επιδέξιος στο παίξιμο του αυλού 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ αὐλητική η τέχνη του αυλητή … Dictionary of Greek
αύλησις — αὔλησις, η (Α) [αυλός] το παίξιμο του αυλού … Dictionary of Greek
γκολφ — Άθλημα ανοιχτού χώρου. Κατά τη διάρκειά του, κάθε παίκτης προσπαθεί να ρίξει την μπάλα με όσο το δυνατόν λιγότερα χτυπήματα, μέσα σε διαδοχικές τρύπες ενός κατάλληλα διαμορφωμένου γηπέδου.Κάθε παίκτης χτυπάει την μπάλα με κατάλληλα ρόπαλα… … Dictionary of Greek
εύλυρος — εὔλυρος, ον (Α) (για τον Απόλλωνα και τις Μούσες ή για κιθαριστή) ο επιδέξιος, ο επιτήδειος στο παίξιμο τής λύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λύρα] … Dictionary of Greek